καλολογαριάζω

καλολογαριάζω
καλολογάριασα, καλολογαριάστηκα, καλολογαριασμένος, λογαριάζω καλά: Δεν καλολογάριασες τα έξοδά σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλολογαριάζω — λογαριάζω καλά, εκτιμώ κάτι ορθά, εκτιμώ με επιτυχία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”